- βίβλος
- I
Η Αγία Γραφή (βλ. λ.).IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων.* * *η (AM βίβλος, Α και βύβλος)Βίβλος, ητα βιβλία της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκηςνεοελλ.συλλογή και έκδοση δημόσιων εγγράφων ή ορισμένων στοιχείων («λευκή βίβλος», «μαύρη βίβλος», «χρυσή βίβλος»)αρχ.-μσν.1. χειρόγραφο τεύχος2. βιβλίο, σύγγραμμα3. τμήμα συγγράμματοςαρχ.1. το φυτό πάπυρος2. ο φλοιός του φυτού3. τα κομμάτια της εντεριώνης του φυτού που με κατάλληλη κατεργασία τα χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη4. κύλινδρος από πάπυρο5. βίβλοι, αι και βύβλα, ταα) τα έργα κάποιου συγγραφέαβ) μαγικά βιβλία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι το αρχικό βύβλος (το βίβλος μτγν. τ. κατ' επίδραση του βιβλίον), προήλθε από το όνομα της φοινικικής πόλεως Βύβλος (δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. φοινικ. Gbl, ακκαδ. Gublu, εβρ. G∂bāl), απ' όπου εισάχθηκε στην Ελλάδα ο κατεργασμένος πάπυρος. Λόγω των φωνητικών και σημασιολογικών δυσχερειών που παρουσιάζει η ερμηνεία αυτή, έχει διατυπωθεί η υπόθεση υπάρξεως μιας δάνειας, άγνωστης προελεύσεως λ. βύβλος (με αρχική σημασία «το φυτό πάπυρος»), απ' όπου προήλθε η ελλ. ονομασία της φοινικικής πόλεως Βύβλος με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το προσηγορικό ουσ.].
Dictionary of Greek. 2013.